- φουρκισιά
- ηφούρκισμα (βλ. λ.), εξόργιση που δεν εκδηλώνεται: Είχε φουρκισιά απ' τα λόγια που του είπε ο προϊστάμενος, μα δεν αποκρίθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουρκισιά — η, Ν φούρκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουρκίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] … Dictionary of Greek